παιγνιδιάτορας

παιγνιδιάτορας
ο
βλ. παιχνιδιάτορας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιχνιδιάτορας — και παιγνιδιάτορας, ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει ένα μουσικό όργανο σε λαϊκές συγκεντρώσεις και γιορτές, μουσικός λαϊκής ορχήστρας 2. στον πληθ. οι παιχνιδιάτορες συγκρότημα από λαϊκούς οργανοπαίκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”